προώλης — utterly destroyed masc/fem acc pl (attic epic doric) προώλης utterly destroyed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) προώλης utterly destroyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώλη — προώλης utterly destroyed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προώλης utterly destroyed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προώλης utterly destroyed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώλεις — προώλης utterly destroyed masc/fem acc pl προώλης utterly destroyed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρόβιος — ία, ιο (Μ αἰσχρόβιος) αυτός που ζει αισχρή, ακόλαστη ζωή, εξώλης και προώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + βίος] … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
εξώλης — ο, η (AM ἐξώλης, ες) 1. ο τελείως διεφθαρμένος ηθικά 2. φρ. «ἐξώλης καὶ προώλης» τελείως διεφθαρμένος ευθύς εξαρχής αρχ. ο τελείως κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό την πρόθεση εξ και β την εκτεταμένη βαθμίδα (ωλ ) τού ρ. όλλυμι*] … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek
εξώλης — στη φρ., «εξώλης και προώλης», είναι ολωσδιόλου διεφθαρμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)